- ωτωεις
- ὠτώειςώεσσα, ῶεν [οὖς] снабженный ушками или ручками
(τρίπους Hom., Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τρίπους Hom., Hes.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὠτώεις — with ears masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτώεις — εσσα, εν, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει λαβές, χερούλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί», επικ. τ. τού οὐατόεις*] … Dictionary of Greek
ὠτῶεν — ὠτώεις with ears masc voc sg ὠτώεις with ears neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτώεντα — ὠτώεις with ears neut nom/voc/acc pl ὠτώεις with ears masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτώεντες — ὠτώεις with ears masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)